Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Πώς γεννάται μια συνείδηση;!

Τις Κυριακές, τις έχω συνδέσει με τις βόλτες. Ξέρεις, Πλάκα, Μοναστηράκι, Πετράλωνα, Θησείο. 

Τις έχω συνδέσει με μυρωδιές, με οικογενειακά τραπέζια, με γιορτές, με φίλους αλλά και με μουσικές, πολλές μουσικές. Άλλες φορές με την λατέρνα στην Ηφαίστου να θυμίζει κάτι από εποχές Αυλωνίτη και άλλοτε με μουσικές από τα συνοικιακά δισκάδικα να θυμίζουν κάτι από Woodstock, την εποχή δηλαδή που μεσουρανούσαν οι Χίπις. Ναι, όλα αυτά μου’ρχονται στο νου και ακόμη περισσότερα…

Με το πέρασμα του χρόνου, θα δεις πως αυτό άλλαξε κάπως. Λογικό βέβαια. Θες η ρουτίνα της καθημερινότητας; Θες το ότι κάπου απομονωθήκαμε και κλειστήκαμε ξανά στο καβούκι μας; Θες… 
Το μόνο σίγουρο είναι πως τίποτε δεν είναι όπως τότε, το μόνο σίγουρο είναι πως όλα άλλαξαν…
Κάνοντας περίπατο κάποια Κυριακή στην πόλη, θα δεις ανοιχτά μαγαζιά, θα δεις ανθρώπους πανευτυχείς με σακούλες στα χέρια και με εκείνο το ψεύτικο χαμόγελο που μπορεί να συναντήσεις μόνο στις διαφημίσεις. 

Ναι, σε εκείνες τις διαφημίσεις με τα μεγάλα σπίτια, με τα παιδιά να παίζουν στις πισίνες και στους κήπους και με τα ψυγεία ασφυκτικά γεμάτα. 

Θα συναντήσεις όμως και εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούν μέρα-νύχτα να καλύψουν τις ανάγκες σου. Βλέπεις, ο καταναλωτισμός και ο υλισμός αναπόφευκτα χωρίς να το καταλάβεις έχουν διεισδύσει για τα καλά στη ζωή σου.

Εκείνη την Κυριακή, έτυχε να βρίσκομαι και γω σε κάποιο πολυκατάστημα. Οι λόγοι, επαγγελματικοί. Δε το λέω απολογητικά, άλλωστε από τη φύση μου είμαι άνθρωπος που μισώ τις αγορές. Αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει περίτρανα και η μάνα μου την οποία «σκάω» καθημερινά με τις απόψεις μου περί αγορών, περί υλικών αγαθών κλπ. Ο κόσμος πολύς. Οι σακούλες στα χέρια αρκετές. Λίγοι ήταν εκείνοι που δεν κρατούσαν κάτι. Θες από ενοχή; Θες από ντροπή; Ποιος ξέρει…
Αρκετοί είναι εκείνοι, που τρέχουν πανικόβλητοι, μην τυχόν και δεν προλάβουν κάποιο μαγαζί ανοιχτό. Τα σπρωξίματα πολλά. Εγώ, εκείνη την ημέρα τύγχανε να μην είμαι μόνη μου στον χώρο, μιας και είχα δίπλα μου άτομο με ειδικές ανάγκες. Δε νομίζω βέβαια αυτό να προκάλεσε και κάποια ιδιαίτερη αίσθηση. 

Περίμενα με περίσσια υπομονή να ανέβω τις σκάλες. Έπειτα μεταφέρθηκα στον επάνω όροφο. Κόσμος έχει ξεχυθεί στους διαδρόμους, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που είχαν καταλάβει τις καφετέριες και τα εστιατόρια. Η μόνη λέξη που μου ρχεται στο μυαλό, Χάος. 

Εγώ, έψαχνα διακαώς μια καρέκλα. Δεν ήταν για μένα. Δεν με ένοιαζε καν ο εαυτός μου εκείνη την στιγμή. Αλλά να, μέχρι χθες πίστευα ότι προς τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες ίσως και να υπήρχε μια ευαισθησία παραπάνω. Δυστυχώς, διαψεύσθηκα. Παρά τις παρακλήσεις μου, δεν ήταν ούτε ένας άνθρωπος διατεθειμένος να με βοηθήσει. Βλέπεις, οι σακούλες με τα ψώνια είχαν την τιμητική τους εκείνη την ημέρα, πώς να τις συγκρίνεις με μια ψυχή; 

Βγαίνοντας από το Πολυκατάστημα, βλέπω ένα κύριο γύρω στα σαράντα. Προσπαθεί να ζεσταθεί όπως μπορεί. Έχει στο χέρι του μια εφημερίδα. Όλοι τον προσπερνούν. Μόνο ένας νεαρός, γύρω στα τριάντα γυρνάει πίσω και του αφήνει δύο δεκάρες. Εγώ το μόνο που καταφέρνω να ψελλίσω είναι « κρίμα, ο φουκαράς», βάζω τα χέρια μου στις τσέπες και μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι δεν έχω ψιλά. Η αντίδραση μου αναμενόμενη…

Να σου πω τελικά την αλήθεια μου, δε ξέρω με ποιό τρόπο μπορεί να αλλάξει τούτη εδώ η κοινωνία. Ο Κεμάλ, βέβαια αποφάσισε πως μπορεί να αλλάξει και θα αλλάξει. Δε ξέρω ακόμη αν τελικά μια συνείδηση μπορεί να είναι επίκτητη ή έμφυτη.

Το μόνο σίγουρο είναι πως πρέπει να αποδομηθεί όλο αυτό το Lifestyle που μας έχει επιβληθεί καθώς και όλος αυτός ο γυάλινος κόσμος που έχουμε δημιουργήσει, ώστε να αποκτήσει ο καθένας από εμάς πρώτα προσωπική και ύστερα κοινωνική συνείδηση. Μόνο τότε, θα μιλάμε για μια κοινωνία ανθρώπων στην οποία θα εκλείπει ο εγωκεντρικός χαραχτήρας, αλλά και για μια κοινωνία η οποία θα διέπεται από ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Μόνο όταν το εγώ γίνει εμείς θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα…

Μέχρι τότε, να πω, ότι ξέχασα να αναφέρω προηγουμένως, πως τις Κυριακές τις έχω συνδέσει με το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Απόγευμα» :
«Πότισε τα λουλούδια. Άκουσε το νερό να στάζει από το μπαλκόνι. Τα σανίδια μουσκεύουν και παλιώνουν. Μεθαύριο, όταν πέσει το μπαλκόνι, αυτή θα μένει στον αέρα, ήσυχη, ωραία, κρατώντας μες στα χέρια της τις δυο μεγάλες γλάστρες, τα γεράνια της και το χαμόγελο της»

 * Το εν λόγω κείμενο μπορείτε να το βρείτε και  στο  http://www.theoldschoolproject.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου